- ολιγόστροφος
- -η, -οβκ.λιγόστροφος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιγόστροφος — και ολιγόστροφος η, ο 1. αυτός που απαρτίζεται από λίγες στροφές 2. (για μηχάνημα) αυτό που λειτουργεί με λίγες στροφές 3. αυτός που το μυαλό του δεν έχει ευστροφία, αργόστροφος … Dictionary of Greek